- αλογία
- η (Α ἀλογία) [ἄλογο]έλλειψη λογικής, παραλογισμόςαρχ.1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα4. σιωπή, βουβαμάρα5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν δίνω καμιά σημασία, αδιαφορώ.
Dictionary of Greek. 2013.